Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποδεσμίς
ὑποδεσμός
ὑποδεύω
ὑποδέχνυμαι
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδηματάριος
ὑποδημάτιον
ὑποδηματορράφος
ὑποδηματουργικός
ὑποδηματουργός
ὑπόδημον
ὑποδῃόομαι
ὑπόδησις
ὑποδιαβάλλω
ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
ὑποδιαίρεσις
View word page
ὑποδημάτιον
little shoe
ShortDef
little shoe
Debugging
Headword:
ὑποδημάτιον
Headword (normalized):
ὑποδημάτιον
Headword (normalized/stripped):
υποδηματιον
IDX:
91650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91651
Key:
Data
{'content': 'little shoe'}