Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδέσμιος
ὑποδεσμίς
ὑποδεσμός
ὑποδεύω
ὑποδέχνυμαι
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδηματάριος
ὑποδημάτιον
ὑποδηματορράφος
ὑποδηματουργικός
ὑποδηματουργός
ὑπόδημον
ὑποδῃόομαι
ὑπόδησις
ὑποδιαβάλλω
ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
View word page
ὑποδηματάριος
sandalmaker, shoemaker

ShortDef

sandalmaker, shoemaker

Debugging

Headword:
ὑποδηματάριος
Headword (normalized):
ὑποδηματάριος
Headword (normalized/stripped):
υποδηματαριος
IDX:
91649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91650
Key:

Data

{'content': 'sandalmaker, shoemaker'}