Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποδεσμέω
ὑποδέσμιος
ὑποδεσμίς
ὑποδεσμός
ὑποδεύω
ὑποδέχνυμαι
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδηματάριος
ὑποδημάτιον
ὑποδηματορράφος
ὑποδηματουργικός
ὑποδηματουργός
ὑπόδημον
ὑποδῃόομαι
ὑπόδησις
ὑποδιαβάλλω
ὑποδιαβιβρώσκομαι
View word page
ὑπόδημα
sandal, shoe
ShortDef
sandal, shoe
Debugging
Headword:
ὑπόδημα
Headword (normalized):
ὑπόδημα
Headword (normalized/stripped):
υποδημα
IDX:
91648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91649
Key:
Data
{'content': 'sandal, shoe'}