Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόδεσμα
ὑποδεσμεύω
ὑποδεσμέω
ὑποδέσμιος
ὑποδεσμίς
ὑποδεσμός
ὑποδεύω
ὑποδέχνυμαι
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδηματάριος
ὑποδημάτιον
ὑποδηματορράφος
ὑποδηματουργικός
ὑποδηματουργός
ὑπόδημον
ὑποδῃόομαι
ὑπόδησις
View word page
ὑποδηλόω
to shew privately
ShortDef
to shew privately
Debugging
Headword:
ὑποδηλόω
Headword (normalized):
ὑποδηλόω
Headword (normalized/stripped):
υποδηλοω
IDX:
91646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91647
Key:
Data
{'content': 'to shew privately'}