Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόδεσις
ὑπόδεσμα
ὑποδεσμεύω
ὑποδεσμέω
ὑποδέσμιος
ὑποδεσμίς
ὑποδεσμός
ὑποδεύω
ὑποδέχνυμαι
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδηματάριος
ὑποδημάτιον
ὑποδηματορράφος
ὑποδηματουργικός
ὑποδηματουργός
ὑπόδημον
ὑποδῃόομαι
View word page
ὑποδέω
to bind under: put shoes on
ShortDef
to bind under: put shoes on
Debugging
Headword:
ὑποδέω
Headword (normalized):
ὑποδέω
Headword (normalized/stripped):
υποδεω
IDX:
91645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91646
Key:
Data
{'content': 'to bind under: put shoes on'}