Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποδεσίδιον
ὑπόδεσις
ὑπόδεσμα
ὑποδεσμεύω
ὑποδεσμέω
ὑποδέσμιος
ὑποδεσμίς
ὑποδεσμός
ὑποδεύω
ὑποδέχνυμαι
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδηματάριος
ὑποδημάτιον
ὑποδηματορράφος
ὑποδηματουργικός
ὑποδηματουργός
ὑπόδημον
View word page
ὑποδέχομαι
to receive, entertain; to promise
ShortDef
to receive, entertain; to promise
Debugging
Headword:
ὑποδέχομαι
Headword (normalized):
ὑποδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
υποδεχομαι
IDX:
91644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91645
Key:
Data
{'content': 'to receive, entertain; to promise'}