Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποδερμίς
ὑποδέρω
ὑποδεσίδιον
ὑπόδεσις
ὑπόδεσμα
ὑποδεσμεύω
ὑποδεσμέω
ὑποδέσμιος
ὑποδεσμίς
ὑποδεσμός
ὑποδεύω
ὑποδέχνυμαι
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδηματάριος
ὑποδημάτιον
ὑποδηματορράφος
ὑποδηματουργικός
View word page
ὑποδεύω
moisten
ShortDef
moisten
Debugging
Headword:
ὑποδεύω
Headword (normalized):
ὑποδεύω
Headword (normalized/stripped):
υποδευω
IDX:
91642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91643
Key:
Data
{'content': 'moisten'}