Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιπτωτικός
ἀντίπυγος
ἀντιπυκτεύω
ἀντίπυλος
ἀντίπυργος
ἀντιπυργόω
ἀντιπυρσεύω
ἀντιρρέπω
ἀντιρρέω
ἀντιρρήγνυμι
ἀντίρρησις
ἀντιρρητέον
ἀντιρρητικός
ἀντιρρητορεύω
ἀντίρρινον
ἀντίρροια
ἀντιρροπή
ἀντιρροπία
ἀντίρροπος
ἀντίρρους
ἀντίς
View word page
ἀντίρρησις
gainsaying, altercation

ShortDef

gainsaying, altercation

Debugging

Headword:
ἀντίρρησις
Headword (normalized):
ἀντίρρησις
Headword (normalized/stripped):
αντιρρησις
IDX:
9163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9164
Key:

Data

{'content': 'gainsaying, altercation'}