Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόδεμα
ὑποδέμω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεξις
ὑποδερίς
ὑποδερματῖτις
ὑποδερμίς
ὑποδέρω
ὑποδεσίδιον
ὑπόδεσις
ὑπόδεσμα
ὑποδεσμεύω
ὑποδεσμέω
ὑποδέσμιος
ὑποδεσμίς
ὑποδεσμός
ὑποδεύω
ὑποδέχνυμαι
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
View word page
ὑπόδεσις
a putting on one's shoes

ShortDef

a putting on one's shoes

Debugging

Headword:
ὑπόδεσις
Headword (normalized):
ὑπόδεσις
Headword (normalized/stripped):
υποδεσις
IDX:
91635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91636
Key:

Data

{'content': "a putting on one's shoes"}