Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδέκτης
ὑποδεκτικός
ὑποδελεάζω
ὑπόδεμα
ὑποδέμω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεξις
ὑποδερίς
ὑποδερματῖτις
ὑποδερμίς
ὑποδέρω
ὑποδεσίδιον
ὑπόδεσις
ὑπόδεσμα
ὑποδεσμεύω
ὑποδεσμέω
ὑποδέσμιος
ὑποδεσμίς
ὑποδεσμός
ὑποδεύω
View word page
ὑποδερμίς
clitoris

ShortDef

clitoris

Debugging

Headword:
ὑποδερμίς
Headword (normalized):
ὑποδερμίς
Headword (normalized/stripped):
υποδερμις
IDX:
91632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91633
Key:

Data

{'content': 'clitoris'}