Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποδειπνέω
ὑποδειρίς
ὑποδέκτης
ὑποδεκτικός
ὑποδελεάζω
ὑπόδεμα
ὑποδέμω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεξις
ὑποδερίς
ὑποδερματῖτις
ὑποδερμίς
ὑποδέρω
ὑποδεσίδιον
ὑπόδεσις
ὑπόδεσμα
ὑποδεσμεύω
ὑποδεσμέω
ὑποδέσμιος
ὑποδεσμίς
View word page
ὑποδερίς
the lower part of the neck
ShortDef
the lower part of the neck
Debugging
Headword:
ὑποδερίς
Headword (normalized):
ὑποδερίς
Headword (normalized/stripped):
υποδερις
IDX:
91630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91631
Key:
Data
{'content': 'the lower part of the neck'}