Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδείκτης
ὑποδειλιάω
ὑποδειμαίνω
ὑπόδειξις
ὑποδειπνέω
ὑποδειρίς
ὑποδέκτης
ὑποδεκτικός
ὑποδελεάζω
ὑπόδεμα
ὑποδέμω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεξις
ὑποδερίς
ὑποδερματῖτις
ὑποδερμίς
ὑποδέρω
ὑποδεσίδιον
ὑπόδεσις
ὑπόδεσμα
View word page
ὑποδέμω
to lay as a foundation

ShortDef

to lay as a foundation

Debugging

Headword:
ὑποδέμω
Headword (normalized):
ὑποδέμω
Headword (normalized/stripped):
υποδεμω
IDX:
91626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91627
Key:

Data

{'content': 'to lay as a foundation'}