Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδείκνυμι
ὑποδεικτέος
ὑποδείκτης
ὑποδειλιάω
ὑποδειμαίνω
ὑπόδειξις
ὑποδειπνέω
ὑποδειρίς
ὑποδέκτης
ὑποδεκτικός
ὑποδελεάζω
ὑπόδεμα
ὑποδέμω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεξις
ὑποδερίς
ὑποδερματῖτις
ὑποδερμίς
ὑποδέρω
ὑποδεσίδιον
View word page
ὑποδελεάζω
divers

ShortDef

divers

Debugging

Headword:
ὑποδελεάζω
Headword (normalized):
ὑποδελεάζω
Headword (normalized/stripped):
υποδελεαζω
IDX:
91624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91625
Key:

Data

{'content': 'divers'}