Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδεής2
ὑπόδειγμα
ὑποδειγματίζω
ὑποδειγματικός
ὑποδείδω
ὑποδείελος
ὑποδείκνυμι
ὑποδεικτέος
ὑποδείκτης
ὑποδειλιάω
ὑποδειμαίνω
ὑπόδειξις
ὑποδειπνέω
ὑποδειρίς
ὑποδέκτης
ὑποδεκτικός
ὑποδελεάζω
ὑπόδεμα
ὑποδέμω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
View word page
ὑποδειμαίνω
to stand in secret awe of

ShortDef

to stand in secret awe of

Debugging

Headword:
ὑποδειμαίνω
Headword (normalized):
ὑποδειμαίνω
Headword (normalized/stripped):
υποδειμαινω
IDX:
91618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91619
Key:

Data

{'content': 'to stand in secret awe of'}