Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποδεδιώς
ὑποδεής
ὑποδεής2
ὑπόδειγμα
ὑποδειγματίζω
ὑποδειγματικός
ὑποδείδω
ὑποδείελος
ὑποδείκνυμι
ὑποδεικτέος
ὑποδείκτης
ὑποδειλιάω
ὑποδειμαίνω
ὑπόδειξις
ὑποδειπνέω
ὑποδειρίς
ὑποδέκτης
ὑποδεκτικός
ὑποδελεάζω
ὑπόδεμα
ὑποδέμω
View word page
ὑποδείκτης
one who points out

ShortDef

one who points out

Debugging

Headword:
ὑποδείκτης
Headword (normalized):
ὑποδείκτης
Headword (normalized/stripped):
υποδεικτης
IDX:
91616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91617
Key:

Data

{'content': 'one who points out'}