Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπογυμνάζω
ὑπογυμνασιαρχία
ὑπογυμνασίαρχος
ὑπογυμνόω
ὑπόγυος
ὑπογύπωνες
ὑπόγυρος
ὑποδαίω
ὑποδάκνω
ὑπόδακρυς
ὑποδακρύω
ὑποδαμνάω
ὑποδάμνημι
ὑπόδασυς
ὑποδεδιώς
ὑποδεής
ὑποδεής2
ὑπόδειγμα
ὑποδειγματίζω
ὑποδειγματικός
ὑποδείδω
View word page
ὑποδακρύω
to weep a little
ShortDef
to weep a little
Debugging
Headword:
ὑποδακρύω
Headword (normalized):
ὑποδακρύω
Headword (normalized/stripped):
υποδακρυω
IDX:
91602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91603
Key:
Data
{'content': 'to weep a little'}