Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπογραφικός
ὑπογραφίς
ὑπογράφω
ὑπογρύζω
ὑπόγρυπος
ὑπόγυιος
ὑπογυμνάζω
ὑπογυμνασιαρχία
ὑπογυμνασίαρχος
ὑπογυμνόω
ὑπόγυος
ὑπογύπωνες
ὑπόγυρος
ὑποδαίω
ὑποδάκνω
ὑπόδακρυς
ὑποδακρύω
ὑποδαμνάω
ὑποδάμνημι
ὑπόδασυς
ὑποδεδιώς
View word page
ὑπόγυος
at hand: imminent, recent, sudden

ShortDef

at hand: imminent, recent, sudden

Debugging

Headword:
ὑπόγυος
Headword (normalized):
ὑπόγυος
Headword (normalized/stripped):
υπογυος
IDX:
91596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91597
Key:

Data

{'content': 'at hand: imminent, recent, sudden'}