Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπογραμματεύω
ὑπογραμμός
ὑπογραπτέον
ὑπογραφεύς
ὑπογραφή
ὑπογραφικός
ὑπογραφίς
ὑπογράφω
ὑπογρύζω
ὑπόγρυπος
ὑπόγυιος
ὑπογυμνάζω
ὑπογυμνασιαρχία
ὑπογυμνασίαρχος
ὑπογυμνόω
ὑπόγυος
ὑπογύπωνες
ὑπόγυρος
ὑποδαίω
ὑποδάκνω
ὑπόδακρυς
View word page
ὑπόγυιος
under one's hand, nigh at hand
ShortDef
under one's hand, nigh at hand
Debugging
Headword:
ὑπόγυιος
Headword (normalized):
ὑπόγυιος
Headword (normalized/stripped):
υπογυιος
IDX:
91591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91592
Key:
Data
{'content': "under one's hand, nigh at hand"}