Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπογραμματεία
ὑπογραμματεύς
ὑπογραμματεύω
ὑπογραμμός
ὑπογραπτέον
ὑπογραφεύς
ὑπογραφή
ὑπογραφικός
ὑπογραφίς
ὑπογράφω
ὑπογρύζω
ὑπόγρυπος
ὑπόγυιος
ὑπογυμνάζω
ὑπογυμνασιαρχία
ὑπογυμνασίαρχος
ὑπογυμνόω
ὑπόγυος
ὑπογύπωνες
ὑπόγυρος
ὑποδαίω
View word page
ὑπογρύζω
mutter privately

ShortDef

mutter privately

Debugging

Headword:
ὑπογρύζω
Headword (normalized):
ὑπογρύζω
Headword (normalized/stripped):
υπογρυζω
IDX:
91589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91590
Key:

Data

{'content': 'mutter privately'}