Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπογλαύκωσις
ὑπογλαύσσω
ὑπόγλισχρος
ὑπογλουτίς
ὑπογλυκαίνω
ὑπόγλυκυς
ὑπογλώσσιος
ὑπογλωσσίς
ὑπόγλωσσον
ὑπόγλωσσος
ὑπογνάμπτω
ὑπογογγύζω
ὑπογογγυστής
ὑπογόνιον
ὑπόγραμμα
ὑπογραμματεία
ὑπογραμματεύς
ὑπογραμματεύω
ὑπογραμμός
ὑπογραπτέον
ὑπογραφεύς
View word page
ὑπογνάμπτω
to bend gradually

ShortDef

to bend gradually

Debugging

Headword:
ὑπογνάμπτω
Headword (normalized):
ὑπογνάμπτω
Headword (normalized/stripped):
υπογναμπτω
IDX:
91574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91575
Key:

Data

{'content': 'to bend gradually'}