Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύκωσις
ὑπογλαύσσω
ὑπόγλισχρος
ὑπογλουτίς
ὑπογλυκαίνω
ὑπόγλυκυς
ὑπογλώσσιος
ὑπογλωσσίς
ὑπόγλωσσον
ὑπόγλωσσος
ὑπογνάμπτω
ὑπογογγύζω
ὑπογογγυστής
ὑπογόνιον
ὑπόγραμμα
ὑπογραμματεία
ὑπογραμματεύς
ὑπογραμματεύω
ὑπογραμμός
ὑπογραπτέον
View word page
ὑπόγλωσσος
somewhat talkative

ShortDef

somewhat talkative

Debugging

Headword:
ὑπόγλωσσος
Headword (normalized):
ὑπόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
υπογλωσσος
IDX:
91573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91574
Key:

Data

{'content': 'somewhat talkative'}