Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπογηράω
ὑπογίγνομαι
ὑπογκόομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύκωσις
ὑπογλαύσσω
ὑπόγλισχρος
ὑπογλουτίς
ὑπογλυκαίνω
ὑπόγλυκυς
ὑπογλώσσιος
ὑπογλωσσίς
ὑπόγλωσσον
ὑπόγλωσσος
ὑπογνάμπτω
ὑπογογγύζω
ὑπογογγυστής
ὑπογόνιον
ὑπόγραμμα
ὑπογραμματεία
ὑπογραμματεύς
View word page
ὑπογλώσσιος
under the tongue

ShortDef

under the tongue

Debugging

Headword:
ὑπογλώσσιος
Headword (normalized):
ὑπογλώσσιος
Headword (normalized/stripped):
υπογλωσσιος
IDX:
91570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91571
Key:

Data

{'content': 'under the tongue'}