Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπογεωργός
ὑπόγεως
ὑπογηράω
ὑπογίγνομαι
ὑπογκόομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύκωσις
ὑπογλαύσσω
ὑπόγλισχρος
ὑπογλουτίς
ὑπογλυκαίνω
ὑπόγλυκυς
ὑπογλώσσιος
ὑπογλωσσίς
ὑπόγλωσσον
ὑπόγλωσσος
ὑπογνάμπτω
ὑπογογγύζω
ὑπογογγυστής
ὑπογόνιον
ὑπόγραμμα
View word page
ὑπογλυκαίνω
to sweeten a little

ShortDef

to sweeten a little

Debugging

Headword:
ὑπογλυκαίνω
Headword (normalized):
ὑπογλυκαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπογλυκαινω
IDX:
91568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91569
Key:

Data

{'content': 'to sweeten a little'}