Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπογένειον
ὑπογεωργέω
ὑπογεωργός
ὑπόγεως
ὑπογηράω
ὑπογίγνομαι
ὑπογκόομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύκωσις
ὑπογλαύσσω
ὑπόγλισχρος
ὑπογλουτίς
ὑπογλυκαίνω
ὑπόγλυκυς
ὑπογλώσσιος
ὑπογλωσσίς
ὑπόγλωσσον
ὑπόγλωσσος
ὑπογνάμπτω
ὑπογογγύζω
ὑπογογγυστής
View word page
ὑπόγλισχρος
somewhat slippery

ShortDef

somewhat slippery

Debugging

Headword:
ὑπόγλισχρος
Headword (normalized):
ὑπόγλισχρος
Headword (normalized/stripped):
υπογλισχρος
IDX:
91566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91567
Key:

Data

{'content': 'somewhat slippery'}