Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπογενειάσκω
ὑπογένειον
ὑπογεωργέω
ὑπογεωργός
ὑπόγεως
ὑπογηράω
ὑπογίγνομαι
ὑπογκόομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύκωσις
ὑπογλαύσσω
ὑπόγλισχρος
ὑπογλουτίς
ὑπογλυκαίνω
ὑπόγλυκυς
ὑπογλώσσιος
ὑπογλωσσίς
ὑπόγλωσσον
ὑπόγλωσσος
ὑπογνάμπτω
ὑπογογγύζω
View word page
ὑπογλαύσσω
to glance furtively

ShortDef

to glance furtively

Debugging

Headword:
ὑπογλαύσσω
Headword (normalized):
ὑπογλαύσσω
Headword (normalized/stripped):
υπογλαυσσω
IDX:
91565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91566
Key:

Data

{'content': 'to glance furtively'}