Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπογενειάζω
ὑπογενειάσκω
ὑπογένειον
ὑπογεωργέω
ὑπογεωργός
ὑπόγεως
ὑπογηράω
ὑπογίγνομαι
ὑπογκόομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύκωσις
ὑπογλαύσσω
ὑπόγλισχρος
ὑπογλουτίς
ὑπογλυκαίνω
ὑπόγλυκυς
ὑπογλώσσιος
ὑπογλωσσίς
ὑπόγλωσσον
ὑπόγλωσσος
ὑπογνάμπτω
View word page
ὑπογλαύκωσις
slight cataract

ShortDef

slight cataract

Debugging

Headword:
ὑπογλαύκωσις
Headword (normalized):
ὑπογλαύκωσις
Headword (normalized/stripped):
υπογλαυκωσις
IDX:
91564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91565
Key:

Data

{'content': 'slight cataract'}