Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογενειάσκω
ὑπογένειον
ὑπογεωργέω
ὑπογεωργός
ὑπόγεως
ὑπογηράω
ὑπογίγνομαι
ὑπογκόομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύκωσις
ὑπογλαύσσω
ὑπόγλισχρος
ὑπογλουτίς
ὑπογλυκαίνω
ὑπόγλυκυς
ὑπογλώσσιος
ὑπογλωσσίς
ὑπόγλωσσον
ὑπόγλωσσος
View word page
ὑπόγλαυκος
somewhat gray
ShortDef
somewhat gray
Debugging
Headword:
ὑπόγλαυκος
Headword (normalized):
ὑπόγλαυκος
Headword (normalized/stripped):
υπογλαυκος
IDX:
91563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91564
Key:
Data
{'content': 'somewhat gray'}