Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόγεισον
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογενειάσκω
ὑπογένειον
ὑπογεωργέω
ὑπογεωργός
ὑπόγεως
ὑπογηράω
ὑπογίγνομαι
ὑπογκόομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύκωσις
ὑπογλαύσσω
ὑπόγλισχρος
ὑπογλουτίς
ὑπογλυκαίνω
ὑπόγλυκυς
ὑπογλώσσιος
ὑπογλωσσίς
ὑπόγλωσσον
View word page
ὑπογκόομαι
to be somewhat swollen

ShortDef

to be somewhat swollen

Debugging

Headword:
ὑπογκόομαι
Headword (normalized):
ὑπογκόομαι
Headword (normalized/stripped):
υπογκοομαι
IDX:
91562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91563
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat swollen'}