Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόγειος
ὑπόγεισον
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογενειάσκω
ὑπογένειον
ὑπογεωργέω
ὑπογεωργός
ὑπόγεως
ὑπογηράω
ὑπογίγνομαι
ὑπογκόομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύκωσις
ὑπογλαύσσω
ὑπόγλισχρος
ὑπογλουτίς
ὑπογλυκαίνω
ὑπόγλυκυς
ὑπογλώσσιος
ὑπογλωσσίς
View word page
ὑπογίγνομαι
to grow up after

ShortDef

to grow up after

Debugging

Headword:
ὑπογίγνομαι
Headword (normalized):
ὑπογίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπογιγνομαι
IDX:
91561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91562
Key:

Data

{'content': 'to grow up after'}