Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπογάστριον
ὑπογάστριος
ὑπογαστρίς
ὑπογείνομαι
ὑπόγειος
ὑπόγεισον
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογενειάσκω
ὑπογένειον
ὑπογεωργέω
ὑπογεωργός
ὑπόγεως
ὑπογηράω
ὑπογίγνομαι
ὑπογκόομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύκωσις
ὑπογλαύσσω
ὑπόγλισχρος
ὑπογλουτίς
View word page
ὑπογεωργέω
farm as ὑπογεωργός

ShortDef

farm as ὑπογεωργός

Debugging

Headword:
ὑπογεωργέω
Headword (normalized):
ὑπογεωργέω
Headword (normalized/stripped):
υπογεωργεω
IDX:
91557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91558
Key:

Data

{'content': 'farm as ὑπογεωργός'}