Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπογαστρίζομαι
ὑπογάστριον
ὑπογάστριος
ὑπογαστρίς
ὑπογείνομαι
ὑπόγειος
ὑπόγεισον
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογενειάσκω
ὑπογένειον
ὑπογεωργέω
ὑπογεωργός
ὑπόγεως
ὑπογηράω
ὑπογίγνομαι
ὑπογκόομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύκωσις
ὑπογλαύσσω
ὑπόγλισχρος
View word page
ὑπογένειον
the part under the chin

ShortDef

the part under the chin

Debugging

Headword:
ὑπογένειον
Headword (normalized):
ὑπογένειον
Headword (normalized/stripped):
υπογενειον
IDX:
91556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91557
Key:

Data

{'content': 'the part under the chin'}