Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπογάμιον
ὑπογαστρίζομαι
ὑπογάστριον
ὑπογάστριος
ὑπογαστρίς
ὑπογείνομαι
ὑπόγειος
ὑπόγεισον
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογενειάσκω
ὑπογένειον
ὑπογεωργέω
ὑπογεωργός
ὑπόγεως
ὑπογηράω
ὑπογίγνομαι
ὑπογκόομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύκωσις
ὑπογλαύσσω
View word page
ὑπογενειάσκω
to have a beard beginning to grow

ShortDef

to have a beard beginning to grow

Debugging

Headword:
ὑπογενειάσκω
Headword (normalized):
ὑπογενειάσκω
Headword (normalized/stripped):
υπογενειασκω
IDX:
91555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91556
Key:

Data

{'content': 'to have a beard beginning to grow'}