Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπογαμέω
ὑπογάμιον
ὑπογαστρίζομαι
ὑπογάστριον
ὑπογάστριος
ὑπογαστρίς
ὑπογείνομαι
ὑπόγειος
ὑπόγεισον
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογενειάσκω
ὑπογένειον
ὑπογεωργέω
ὑπογεωργός
ὑπόγεως
ὑπογηράω
ὑπογίγνομαι
ὑπογκόομαι
ὑπόγλαυκος
ὑπογλαύκωσις
View word page
ὑπογενειάζω
to entreat by touching the chin
ShortDef
to entreat by touching the chin
Debugging
Headword:
ὑπογενειάζω
Headword (normalized):
ὑπογενειάζω
Headword (normalized/stripped):
υπογενειαζω
IDX:
91554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91555
Key:
Data
{'content': 'to entreat by touching the chin'}