Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποβωμίς
ὑπογαμέω
ὑπογάμιον
ὑπογαστρίζομαι
ὑπογάστριον
ὑπογάστριος
ὑπογαστρίς
ὑπογείνομαι
ὑπόγειος
ὑπόγεισον
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογενειάσκω
ὑπογένειον
ὑπογεωργέω
ὑπογεωργός
ὑπόγεως
ὑπογηράω
ὑπογίγνομαι
ὑπογκόομαι
ὑπόγλαυκος
View word page
ὑπογελάω
to laugh slily

ShortDef

to laugh slily

Debugging

Headword:
ὑπογελάω
Headword (normalized):
ὑπογελάω
Headword (normalized/stripped):
υπογελαω
IDX:
91553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91554
Key:

Data

{'content': 'to laugh slily'}