Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποβύθιος
ὑποβωμίς
ὑπογαμέω
ὑπογάμιον
ὑπογαστρίζομαι
ὑπογάστριον
ὑπογάστριος
ὑπογαστρίς
ὑπογείνομαι
ὑπόγειος
ὑπόγεισον
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογενειάσκω
ὑπογένειον
ὑπογεωργέω
ὑπογεωργός
ὑπόγεως
ὑπογηράω
ὑπογίγνομαι
ὑπογκόομαι
View word page
ὑπόγεισον
-geson
ShortDef
-geson
Debugging
Headword:
ὑπόγεισον
Headword (normalized):
ὑπόγεισον
Headword (normalized/stripped):
υπογεισον
IDX:
91552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91553
Key:
Data
{'content': '-geson'}