Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόβρωμος
ὑποβυθίζω
ὑποβύθιος
ὑποβωμίς
ὑπογαμέω
ὑπογάμιον
ὑπογαστρίζομαι
ὑπογάστριον
ὑπογάστριος
ὑπογαστρίς
ὑπογείνομαι
ὑπόγειος
ὑπόγεισον
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογενειάσκω
ὑπογένειον
ὑπογεωργέω
ὑπογεωργός
ὑπόγεως
ὑπογηράω
View word page
ὑπογείνομαι
brought forth
ShortDef
brought forth
Debugging
Headword:
ὑπογείνομαι
Headword (normalized):
ὑπογείνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπογεινομαι
IDX:
91550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91551
Key:
Data
{'content': 'brought forth'}