Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποβρύχιος
ὑπόβρυχος
ὑπόβρωμος
ὑποβυθίζω
ὑποβύθιος
ὑποβωμίς
ὑπογαμέω
ὑπογάμιον
ὑπογαστρίζομαι
ὑπογάστριον
ὑπογάστριος
ὑπογαστρίς
ὑπογείνομαι
ὑπόγειος
ὑπόγεισον
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογενειάσκω
ὑπογένειον
ὑπογεωργέω
ὑπογεωργός
View word page
ὑπογάστριος
sexual
ShortDef
sexual
Debugging
Headword:
ὑπογάστριος
Headword (normalized):
ὑπογάστριος
Headword (normalized/stripped):
υπογαστριος
IDX:
91548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91549
Key:
Data
{'content': 'sexual'}