Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόβρυχα
ὑποβρυχάομαι
ὑποβρύχιος
ὑπόβρυχος
ὑπόβρωμος
ὑποβυθίζω
ὑποβύθιος
ὑποβωμίς
ὑπογαμέω
ὑπογάμιον
ὑπογαστρίζομαι
ὑπογάστριον
ὑπογάστριος
ὑπογαστρίς
ὑπογείνομαι
ὑπόγειος
ὑπόγεισον
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογενειάσκω
ὑπογένειον
View word page
ὑπογαστρίζομαι
eat oneself pretty full

ShortDef

eat oneself pretty full

Debugging

Headword:
ὑπογαστρίζομαι
Headword (normalized):
ὑπογαστρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπογαστριζομαι
IDX:
91546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91547
Key:

Data

{'content': 'eat oneself pretty full'}