Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόβροχος
ὑπόβρυχα
ὑποβρυχάομαι
ὑποβρύχιος
ὑπόβρυχος
ὑπόβρωμος
ὑποβυθίζω
ὑποβύθιος
ὑποβωμίς
ὑπογαμέω
ὑπογάμιον
ὑπογαστρίζομαι
ὑπογάστριον
ὑπογάστριος
ὑπογαστρίς
ὑπογείνομαι
ὑπόγειος
ὑπόγεισον
ὑπογελάω
ὑπογενειάζω
ὑπογενειάσκω
View word page
ὑπογάμιον
illicit intercourse with a betrothed person
ShortDef
illicit intercourse with a betrothed person
Debugging
Headword:
ὑπογάμιον
Headword (normalized):
ὑπογάμιον
Headword (normalized/stripped):
υπογαμιον
IDX:
91545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91546
Key:
Data
{'content': 'illicit intercourse with a betrothed person'}