Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόβραγχος
ὑποβραχεῖν
ὑπόβραχυς
ὑποβρέμω
ὑποβρέχω
ὑπόβροχος
ὑπόβρυχα
ὑποβρυχάομαι
ὑποβρύχιος
ὑπόβρυχος
ὑπόβρωμος
ὑποβυθίζω
ὑποβύθιος
ὑποβωμίς
ὑπογαμέω
ὑπογάμιον
ὑπογαστρίζομαι
ὑπογάστριον
ὑπογάστριος
ὑπογαστρίς
ὑπογείνομαι
View word page
ὑπόβρωμος
stinking a little

ShortDef

stinking a little

Debugging

Headword:
ὑπόβρωμος
Headword (normalized):
ὑπόβρωμος
Headword (normalized/stripped):
υποβρωμος
IDX:
91540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91541
Key:

Data

{'content': 'stinking a little'}