Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιπροσφθέγγομαι
ἀντιπρόσωπος
ἀντιπρότασις
ἀντιπροτείνω
ἀντιπροτίθημι
ἀντιπροφέρω
ἀντίπρῳρος
ἀντιπταίω
ἀντίπτωμα
ἀντίπτωσις
ἀντιπτωτικός
ἀντίπυγος
ἀντιπυκτεύω
ἀντίπυλος
ἀντίπυργος
ἀντιπυργόω
ἀντιπυρσεύω
ἀντιρρέπω
ἀντιρρέω
ἀντιρρήγνυμι
ἀντίρρησις
View word page
ἀντιπτωτικός
of or belonging to ἀντίπτωσις, exchange of case
ShortDef
of or belonging to ἀντίπτωσις, exchange of case
Debugging
Headword:
ἀντιπτωτικός
Headword (normalized):
ἀντιπτωτικός
Headword (normalized/stripped):
αντιπτωτικος
IDX:
9153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9154
Key:
Data
{'content': 'of or belonging to ἀντίπτωσις, exchange of case'}