Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποβομβέω
ὑποβορβόριον
ὑποβορβορύζω
ὑποβόσκομαι
ὑποβουκόλος
ὑπόβραγχος
ὑποβραχεῖν
ὑπόβραχυς
ὑποβρέμω
ὑποβρέχω
ὑπόβροχος
ὑπόβρυχα
ὑποβρυχάομαι
ὑποβρύχιος
ὑπόβρυχος
ὑπόβρωμος
ὑποβυθίζω
ὑποβύθιος
ὑποβωμίς
ὑπογαμέω
ὑπογάμιον
View word page
ὑπόβροχος
somewhat wet

ShortDef

somewhat wet

Debugging

Headword:
ὑπόβροχος
Headword (normalized):
ὑπόβροχος
Headword (normalized/stripped):
υποβροχος
IDX:
91535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91536
Key:

Data

{'content': 'somewhat wet'}