Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποβολιμαῖος
ὑποβομβέω
ὑποβορβόριον
ὑποβορβορύζω
ὑποβόσκομαι
ὑποβουκόλος
ὑπόβραγχος
ὑποβραχεῖν
ὑπόβραχυς
ὑποβρέμω
ὑποβρέχω
ὑπόβροχος
ὑπόβρυχα
ὑποβρυχάομαι
ὑποβρύχιος
ὑπόβρυχος
ὑπόβρωμος
ὑποβυθίζω
ὑποβύθιος
ὑποβωμίς
ὑπογαμέω
View word page
ὑποβρέχω
to wet
ShortDef
to wet
Debugging
Headword:
ὑποβρέχω
Headword (normalized):
ὑποβρέχω
Headword (normalized/stripped):
υποβρεχω
IDX:
91534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91535
Key:
Data
{'content': 'to wet'}