Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβομβέω
ὑποβορβόριον
ὑποβορβορύζω
ὑποβόσκομαι
ὑποβουκόλος
ὑπόβραγχος
ὑποβραχεῖν
ὑπόβραχυς
ὑποβρέμω
ὑποβρέχω
ὑπόβροχος
ὑπόβρυχα
ὑποβρυχάομαι
ὑποβρύχιος
ὑπόβρυχος
ὑπόβρωμος
ὑποβυθίζω
ὑποβύθιος
ὑποβωμίς
View word page
ὑποβρέμω
to roar
ShortDef
to roar
Debugging
Headword:
ὑποβρέμω
Headword (normalized):
ὑποβρέμω
Headword (normalized/stripped):
υποβρεμω
IDX:
91533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91534
Key:
Data
{'content': 'to roar'}