Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποβλίττω
ὑποβλώψ
ὑποβοηθέω
ὑποβοηθός
ὑποβολεύς
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβομβέω
ὑποβορβόριον
ὑποβορβορύζω
ὑποβόσκομαι
ὑποβουκόλος
ὑπόβραγχος
ὑποβραχεῖν
ὑπόβραχυς
ὑποβρέμω
ὑποβρέχω
ὑπόβροχος
ὑπόβρυχα
ὑποβρυχάομαι
ὑποβρύχιος
View word page
ὑποβόσκομαι
feed upon
ShortDef
feed upon
Debugging
Headword:
ὑποβόσκομαι
Headword (normalized):
ὑποβόσκομαι
Headword (normalized/stripped):
υποβοσκομαι
IDX:
91528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91529
Key:
Data
{'content': 'feed upon'}