Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόβλημα
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβλίττω
ὑποβλώψ
ὑποβοηθέω
ὑποβοηθός
ὑποβολεύς
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβομβέω
ὑποβορβόριον
ὑποβορβορύζω
ὑποβόσκομαι
ὑποβουκόλος
ὑπόβραγχος
ὑποβραχεῖν
ὑπόβραχυς
ὑποβρέμω
ὑποβρέχω
ὑπόβροχος
View word page
ὑποβομβέω
murmur gently
ShortDef
murmur gently
Debugging
Headword:
ὑποβομβέω
Headword (normalized):
ὑποβομβέω
Headword (normalized/stripped):
υποβομβεω
IDX:
91525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91526
Key:
Data
{'content': 'murmur gently'}