Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποβλάττα
ὑποβλεπτικῶς
ὑποβλέπω
ὑποβλέφαρα
ὑποβλήδην
ὑπόβλημα
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβλίττω
ὑποβλώψ
ὑποβοηθέω
ὑποβοηθός
ὑποβολεύς
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβομβέω
ὑποβορβόριον
ὑποβορβορύζω
ὑποβόσκομαι
ὑποβουκόλος
ὑπόβραγχος
View word page
ὑποβοηθέω
furnish, supply

ShortDef

furnish, supply

Debugging

Headword:
ὑποβοηθέω
Headword (normalized):
ὑποβοηθέω
Headword (normalized/stripped):
υποβοηθεω
IDX:
91520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91521
Key:

Data

{'content': 'furnish, supply'}