Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποβλαστάνω
ὑποβλάττα
ὑποβλεπτικῶς
ὑποβλέπω
ὑποβλέφαρα
ὑποβλήδην
ὑπόβλημα
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβλίττω
ὑποβλώψ
ὑποβοηθέω
ὑποβοηθός
ὑποβολεύς
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβομβέω
ὑποβορβόριον
ὑποβορβορύζω
ὑποβόσκομαι
ὑποβουκόλος
View word page
ὑποβλώψ
one who takes stolen glances

ShortDef

one who takes stolen glances

Debugging

Headword:
ὑποβλώψ
Headword (normalized):
ὑποβλώψ
Headword (normalized/stripped):
υποβλωψ
IDX:
91519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91520
Key:

Data

{'content': 'one who takes stolen glances'}