Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόβλαισος
ὑποβλαστάνω
ὑποβλάττα
ὑποβλεπτικῶς
ὑποβλέπω
ὑποβλέφαρα
ὑποβλήδην
ὑπόβλημα
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβλίττω
ὑποβλώψ
ὑποβοηθέω
ὑποβοηθός
ὑποβολεύς
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑποβομβέω
ὑποβορβόριον
ὑποβορβορύζω
ὑποβόσκομαι
View word page
ὑποβλίττω
cut out secretly

ShortDef

cut out secretly

Debugging

Headword:
ὑποβλίττω
Headword (normalized):
ὑποβλίττω
Headword (normalized/stripped):
υποβλιττω
IDX:
91518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91519
Key:

Data

{'content': 'cut out secretly'}