Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
ὑποβιβαστικός
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
ὑποβιβρώσκομαι
ὑποβινητιάω
ὑπόβλαισος
ὑποβλαστάνω
ὑποβλάττα
ὑποβλεπτικῶς
ὑποβλέπω
ὑποβλέφαρα
ὑποβλήδην
ὑπόβλημα
ὑποβλητέος
ὑπόβλητος
ὑποβλίττω
ὑποβλώψ
ὑποβοηθέω
ὑποβοηθός
ὑποβολεύς
View word page
ὑποβλέπω
look askance at

ShortDef

look askance at

Debugging

Headword:
ὑποβλέπω
Headword (normalized):
ὑποβλέπω
Headword (normalized/stripped):
υποβλεπω
IDX:
91512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91513
Key:

Data

{'content': 'look askance at'}